ἐριθείαι

ἐριθείαι
ἐριθείᾱͅ , ἐριθεία
labour for wages
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐρίθειαι — ἐριθεία labour for wages fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριθεία — ἐριθεία, ἡ (AM) [εριθεύομαι] αρχ. μσν. εγωιστική φιλοδοξία, δοξομανία, χωρίς ηθικό φραγμό («ὅπου γάρ ζήλος και ἐριθεία, ἐκεῑ ἀκαταστασία καὶ πᾱν φαῡλον πρᾱγμα», ΚΔ) αρχ. 1. εργασία με μισθό 2. επιδίωξη πολιτικού αξιώματος δημόσιας θέσης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”